εύγραμμος

εύγραμμος
-η, -ο (ΑΜ εὔγραμμος, -ον)
1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές
2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα
αρχ.
1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος
ο καλλιγράφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγραμμον
η ωραία εμφάνιση, η αρμονική γραμμή («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος, καλλί-γραμμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὔγραμμος — well designed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγράμμως — εὔγραμμος well designed adverbial εὔγραμμος well designed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔγραμμον — εὔγραμμος well designed masc/fem acc sg εὔγραμμος well designed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγράμμου — εὔγραμμος well designed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγράμμους — εὔγραμμος well designed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγράμμων — εὔγραμμος well designed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔγραμμοι — εὔγραμμος well designed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • ευγραμμία — η (Α εὐγραμμία) [εύγραμμος] νεοελλ. αρμονική διάταξη τών γραμμών τού σώματος αρχ. η ωραιότητα, η κομψότητα τών γραμμών διακοσμητικού σχεδίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”